φθορέα

φθορέα
φθορέᾱ , φθορεύς
corrupter
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φθορέας — φθορέᾱς , φθορεύς corrupter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδολόγος — κιναιδολόγος, ον (ΑΜ) αυτός που χυδαιολογεί, που μιλάει για κιναίδους («φθορέα τῶν νέων καὶ κιναιδολόγον ἀποκαλοῡντες», Δίων Κάσσ.) αρχ. αυτός που γράφει πρόστυχα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίναιδος + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. ηθο λόγος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”